-
1 ящик
-а α.κιβώτιο, κάσα, κασόνι, κουτί; συρτάρι•почтовый ящик το γραμματοκιβώτιο•
денежный ящик χρηματοκιβώτιο•
железный ящик σιδερένιο κιβώτιο•
деревянный ящик ξύλινο κιβώτιο.
-
2 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
3 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
4 коробка
коробка ж 1) в рази. знач. το κουτί \коробка спичек ένα κουτί σπίρτα 2) тех. το κιβώτιο ◇ черепная \коробка το κρανίο* * *ж1) в разн. знач. το κουτίкоро́бка спи́чек — ένα κουτί σπίρτα
2) тех. το κιβώτιο••черепна́я коро́бка — το κρανίο
-
5 ящик
-
6 шкаф
-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. шкафы, α.σκευοθήκη• ιματιοθήκη• ερμάριο•книжный шкаф η βιβλιοθήκη•
платяной шкаф η γκαρντερόμπα•
стенной шкаф το ντουλάπι στον τοίχο.
|| κιβώτιο•несгорямый шкаф αλεξίπυρο (ή πυρίμαχο) κιβώτιο•
духовой шкаф βλ. духовка.
-
7 аптечка
το φαρμακείο (φορητό κιβώτιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аптечка
-
8 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
9 грундбукса
το λιποκιβώτιο, το κιβώτιο των αξόνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грундбукса
-
10 демультипликатор
το επιπρόσθειο κιβώτιο ταχυτήτων/μετάδοσης κίνησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демультипликатор
-
11 игольник
το κιβώτιο βελον(ι)ών, η βε-λονοθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > игольник
-
12 картер
ο στροφαλοθάλαμοςτο κιβώτιο του στροφαλοφόρου άξοναразг. το κάρ-τερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картер
-
13 кингстон
1. (клапан) το επιστόμιο της εισαγωγής/εξαγωγής του θαλάσσιου ύδατος 2. (ящик) το κιβώτιο λήψης του θαλασσινού νερού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кингстон
-
14 короб
тех. το κιβώτιο, ο οχετός* вентиляционный - εξαερισμούзагрузочный мет. - φόρτωσηςнапорный (тепл.) - κατάθλιψης- πίεσηςотсосный (тепл.) - απορρόφησης- εξαγωγήςраздающий (тепл.) - διανομήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > короб
-
15 магазин
1. маш. η χοάνη 2. (изм.) το κιβώτιο 3. (станков, оружия) о γεμιστήρας 4. (торговая точка) το μαγαζί, το κατάστημαовощной - το οπωρο-πωλείο, το μανάβικοпродуктовый - το κατάστημα τροφίμων, το παντοπωλείοрыбный - το ιχθυοπωλείο, το ψαράδικοхлебный - το αρτοπωλείο, ο φούρνοςювелирный - το χρυσοχοείο, το κοσμηματοπωλείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магазин
-
16 мерник
το κιβώτιο/η δεξαμενή μετρήσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мерник
-
17 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
18 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
19 решётка
1. тех. η σχάρα, το δικτυωτόкингстонная - мор. το δικτυωτό κιβώτιο θαλάσσηςкристаллическая гексагональная - το (μέγιστης πυκνότητας) εξαγωγικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая гране-центрированная кубическая - εδροκεντρω-μένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая объёмно-центрированная кубическая - το χωροκεντρωμένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая предохранительная - ав. (предотвращающаяпопадание птиц в двигатель) το πλέγμααποτροπής αναρρόφησης (πουλιών)2. (структура) мат. ηαλγεβρική δομή 3. (заграждение, ограда) τα κάγκελα, το κιγκλίδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решётка
-
20 термостат
1. физ., хим. о θερμοστάτης, о θερμορυθμιστής 2. (сосуд или шкаф с постоянной температурой) το κιβώτιο σταθερής θερμοκρασίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термостат
См. также в других словарях:
κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… … Dictionary of Greek
κιβώτιο — το μπαούλο, κασέλα: Έβαλε τα βιβλία του σ ένα κιβώτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
μειωτής στροφών — Μηχανική συσκευή, κατάλληλη για τη μετάδοση της ισχύος με ταυτόχρονη μείωση των στροφών. Αποτελείται από οδοντωτούς τροχούς, οι οποίοι είναι στερεωμένοι συνήθως σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Από το κιβώτιο βγαίνουν δύο άξονες· ο ένας συνδέεται με τον … Dictionary of Greek
γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο στο ταχυδρομείο ή σε κεντρικά σημεία τής πόλης στο οποίο ρίχνονται επιστολές για ταχυδρόμηση 2. κιβώτιο στην είσοδο σπιτιών ή γραφείων στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές για τους ενοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) +… … Dictionary of Greek
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek